συνεισφέρω

συνεισφέρω
ΝΜΑ [εἰσφέρω]
1. (ιδίως σχετικά με χρήματα) εισφέρω, καταβάλλω από κοινού (α. «όλοι πρέπει να συνεισφέρουμε για να βοηθήσουμε τους σεισμοπαθείς» β. «συγκαλέσας τοὺς Χίους χρήματα ἐκέλευσε συνεισενεγκεῑν», Ξεν.)
2. μτφ. συντελώ, συμβάλλω σε κάτι από κοινού
μσν.
απονέμω σε κάποιον κάτι μαζί με άλλους («ὤφειλον... τῷ τῶν τοσούτων ἀγαθῶν δοτῆρι θεῷ ἀναλογοῡσαν τὴν εὐγνωμοσύνην... συνεισενεγκεῑν», Μιχ. Ατταλ.)
αρχ.
1. παρέχω κάτι συγχρόνως
2. μέσ. α) συνεισφέρομαι
προσφέρω κάτι μαζί με κάποιον ή συγχρόνως («συνεισηνέγκατο ὁ μὲν κριόν, ὁ δὲ τράγον», Αλκίφρ.)
β) μεταφέρω, φέρνω μαζί μου
3.παθ. (για περιουσία) καταβάλλομαι σε κοινό ταμείο και από τις δύο πλευρές λόγω συνοικεσίου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • συνεισφέρω — join in paying war tax pres subj act 1st sg συνεισφέρω join in paying war tax pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεισφέρω — συνεισφέρω, συνεισέφερα βλ. πίν. 217 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • συνεισφέρω — συνεισέφερα, προσφέρω και εγώ μαζί με άλλους: Όλοι οι κάτοικοι του χωριού συνεισέφεραν ό,τι μπορούσαν για την ανέγερση του σχολείου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συνεισφέρετε — συνεισφέρω join in paying war tax pres imperat act 2nd pl συνεισφέρω join in paying war tax pres ind act 2nd pl συνεισφέρω join in paying war tax imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεισφέρῃ — συνεισφέρω join in paying war tax pres subj mp 2nd sg συνεισφέρω join in paying war tax pres ind mp 2nd sg συνεισφέρω join in paying war tax pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυνεισενέγκῃ — συνεισφέρω join in paying war tax aor subj mid 2nd sg συνεισφέρω join in paying war tax aor subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυνεισφέροντι — συνεισφέρω join in paying war tax pres part act masc/neut dat sg συνεισφέρω join in paying war tax pres ind act 3rd pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεισενεγκαμένων — συνεισφέρω join in paying war tax aor part mid fem gen pl συνεισφέρω join in paying war tax aor part mid masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεισενεγκάμενον — συνεισφέρω join in paying war tax aor part mid masc acc sg συνεισφέρω join in paying war tax aor part mid neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεισενεγκάντων — συνεισφέρω join in paying war tax aor part act masc/neut gen pl συνεισφέρω join in paying war tax aor imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”